- αἱματώσεως
- αἱματώσεω̆ς , αἱμάτωσιςchanging into bloodfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληθυσμογράφος — ο, Ν ιατρ. συσκευή που καταγράφει τις διακυμάνσεις τού ὁγκου τμήματος τού σώματος οι οποίες προκαλούνται από τις μεταβολές τής αιματώσεώς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plethysmograph (< πληθυσμός + γράφος*)] … Dictionary of Greek
πληθυσμογραφία — η, Ν φυσιολ. η καταγραφή τών διακυμάνσεων τού ὁγκου ενός τμήματος τού σώματος, οι οποίες προκαλούνται από τις μεταβολές τής αιματώσεώς τους με τη βοήθεια ειδικού οργάνου, τού πληθυσμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek